- κατάγαιοι
- κατάγαιοςmasc/fem nom/voc plκατάγειοςunder the earthmasc/fem nom/voc pl (ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατάγειος — κατάγειος, ιων. τ. κατάγαιος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τη γη, ο υπόγειος («αἱ δ οἰκίαι ἦσαν κατάγειοι», Ξεν.) 2. αυτός που βρίσκεται πάνω στο έδαφος, ο επίγειος («στρουθοὶ κατάγαιοι» πτηνά που τρέχουν πάνω στο έδαφος, οι… … Dictionary of Greek